- ασύγκριτος
- -η, -οεπίρρ. -α αυτός που δεν μπορεί να συγκριθεί μ' άλλον, απαράμοιαστος: Ο Παρθενώνας έχει μιαν ασύγκριτη ομορφιά.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ἀσύγκριτος — not comparable masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ασύγκριτος — Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Απόστολος εκ των Ο’. Σύμφωνα με την παράδοση, διετέλεσε επίσκοπος της Υρκανίας, η οποία βρίσκεται κοντά στην Κασπία. Η μνήμη του τιμάται στις 8 Απριλίου. 2. Ο ιερομάρτυς. Η μνήμη του τιμάται στις 19… … Dictionary of Greek
ἀσυγκρίτως — ἀσύγκριτος not comparable adverbial ἀσύγκριτος not comparable masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσύγκριτον — ἀσύγκριτος not comparable masc/fem acc sg ἀσύγκριτος not comparable neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Асинкрит — (Άσύγκριτος, Римл. XVI, 14) апостол из числа семидесяти, из римских христиан, приветствуемый апост. Павлом в послании к Римлянам. По преданно, А. был епископом в Иркании Азийской. Память 4 января и 8 апреля … Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона
ἀσυγκριτώτεροι — ἀσύγκριτος not comparable masc nom/voc comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσυγκρίτοις — ἀσύγκριτος not comparable masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσυγκρίτου — ἀσύγκριτος not comparable masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσυγκρίτους — ἀσύγκριτος not comparable masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσυγκρίτων — ἀσύγκριτος not comparable masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)